- λεσχημονεύομαι
- λεσχ-ημονεύομαι, [voice] Med.,A chat,
πολλὰ τοῖσιν ἰδιώτῃσιν Hp.Decent. 7
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλὰ τοῖσιν ἰδιώτῃσιν Hp.Decent. 7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεσχημονεύομαι — (Α) συζητώ, κουβεντιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεσχήμων] … Dictionary of Greek